τηλοτερος

τηλοτερος
    τηλότερος
    3
    более дальний Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τηλοτερος" в других словарях:

  • τηλότερος — έρα, ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που βρίσκεται σε μεγαλύτερη απόσταση, πιο μακριά, πιο απομακρυσμένος. επίρρ... τηλοτέρω Α σε μεγαλύτερη απόσταση, πιο μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + κατάλ. ό τερος τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. μακρ ό τερος)] …   Dictionary of Greek

  • τηλοτέρω — Α επίρρ. βλ. τηλότερος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»